- πλατικός
- και δ. γρφ. πλατυκός, -ή, -όν, ΜΑ [πλάτος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό πλάτος2. λεπτομερής, διεξοδικός («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)3. μτφ. (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) ευρύς, γενικός («πλατικὴ θεωρία», Βέττ. Βάλ.).επίρρ...πλατικῶς και δ. γρφ. πλατυκῶς ΜΑ1. εκτεταμένα2. διεξοδικά, λεπτομερώς.
Dictionary of Greek. 2013.